- κατσικόδρομος
- οστενό και δύσβατο μονοπάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσικόδρομος — ο 1. στενό δρομάκι κατάλληλο για να περάσουν μόνο τα κατσίκια. 2. δρομάκι που σχημάτισαν οι κατσίκες με το πέρασμά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιδόδρομος — ο δρόμος ορεινός, ανώμαλος και δύσβατος, στον οποίο μόνον γίδια μπορούν να βαδίσουν, κατσικόδρομος … Dictionary of Greek
γιδόδρομος — ο δρόμος στενός και δύσβατος, κατσικόδρομος, γιδόστρατα: Το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να περάσει από το γιδόδρομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)